Το βιβλίο αυτό ήταν αυτό που επέλεξα για το φετινό -βαρετό- Χάλογουιν. Η αλήθεια είναι πως το φανταζόμουν αρκετά διαφορετικό, και πως εξωτερικά είναι λιγάκι παραπάνω εντυπωσιακό από το εσωτερικό του. Είναι όμως μια εξαιρετικά ωραία γραμμένη ιστορία με το κλασσικό ύφος του Τριβιζά που αγαπώ τόσο πολύ να διαβάζω, με κράτησε και το διάβασα σε μια καθισιά πολύ ευχάριστα.
Το πιο μεγάλο κέρδος που μου έχει φέρει η Χώρα των Βιβλίων είναι πως μέσα από αυτό το ιστολόγιο, μέσα από τα κοινωνικά του δίκτυα, το facebook, το instagram, έχω κάνει κάμποσους βιβλιόφιλους. Με κάποιους έχουμε μόνο κοινό την αγάπη μας για τα βιβλία, με άλλους έχουμε και περισσότερα και με μερικούς έχουμε γίνει και πολύ καλοί φίλοι. Την Έλντυ ούτε θυμάμαι πότε τη γνώρισα διαδικτυακά και πόσο καιρό την ξέρω, θυμάμαι όμως πως δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο στη Ρόδο, πως ζωγράφιζε νεράιδες και πως είχε πολύ όμορφη πίστη στο Θεό. Τη χρονιά που μας πέρασε, που ναι, για πολύ κόσμο θα μείνει σαν κακή ανάμνηση, εκείνη προχώρησε στην έκδοση του πρώτου της βιβλίου και για αυτό ακριβώς θα σου μιλήσω εδώ. Θα σου γνωρίσω και την ίδια την Έλντυ Στεφάνου, που μου απάντησε μερικές ερωτήσεις για το βιβλίο, τους χαρακτήρες και τα σχέδιά της.
(6 λεπτά ανάγνωσης)
Και ο Οκτώβριος είναι ένας μήνας που αγαπώ ιδιαιτέρως (για τους προφανείς λόγους), αλλά και γιατί είναι μήνας του φθινοπώρου που μου αρέσει στο σύνολό του. Μπορώ να πω πως η μετάβαση στο λίγο πιο κρύο ήταν ομαλή, όχι τόσο ομαλή όσο η μετάβαση στην αλλαγή της ώρας, που κάπως με αποσυντόνισε για κάμποσες μέρες, είναι όμως η τελευταία χρονιά που αλλάζουμε την ώρα μας (δεν είχε και πολύ λογική η αλήθεια είναι). Στην αρχή του Οκτώβρη βγάλαμε τις μάσκες μας στην Κατερίνη και στο τέλος του τις ξαναβάλαμε (αύριο ξαναμπαίνουμε καραντίνα, τι να λέμε τώρα!), κουρεύτηκα, ψώνισα, είδα, διάβασα και ήπια καφέδες με τις φίλες μου.